- μυογράφημα
- το физиол, миограмма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυογράφημα — και μυόγραμμα, το η γραφική παράσταση τής συστολής ενός μυός, η οποία επιτυγχάνεται με τον μυογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myograph / myogram (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + γράφημα / γράμμα < γράφω)] … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek